ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ

Ο Εθνικός μας κυνηγός. Αρχέγονος σκύλος που με τα δυνατά κυνηγετικά χαρακτηριστικά του και με τον ισχυρό χαρακτήρα του, έφτασε στις μέρες μας από τους προγόνους μας.
Όπως μας εξιστορεί ο Ξενοφώντας στο έργο του “Κυνηγετικός”, ο Ελληνικός Ιχνηλάτης κατάγεται από τους καταδιωκτικούς σκύλους της Αρχαίας Ελλάδας, όπως αναπαρίσταται σε τοιχογραφίες των Ανακτόρων της Τίρυνθας, που έγιναν πριν από 3.500 χρόνια.
Ιδιοσυγκρασία
Σκύλος δυνατός που έζησε και ζει για χιλιάδες χρόνια στα πετρώδη βουνά και στους κάμπους της χώρας μας, ο Ελληνικός Ιχνηλάτης δικαιολογείται για τα μικρά ελαττώματα του ατίθασου χαρακτήρα του. Είναι ένα ζώο έξυπνο, αρκετά ζωηρό, με σταθερή και ισχυρή ιδιοσυγκρασία, λίγο ξεροκέφαλος και περήφανος, με δυνατά σταθεροποιημένα σωματικά και κυνηγετικά προσόντα.
Έχει φοβερή ανθεκτικότητα και αντοχή και σπανίως επισκέπτεται τον κτηνίατρο με προβλήματα υγείας. Αφοσιωμένος φίλος, ακούραστος εργάτης, αεικίνητος, βρίσκεται διαρκώς σε αναζήτηση και μπορεί να κυνηγά όλη μέρα με μικρή ποσότητα τροφής, χωρίς να επηρεάζεται η απόδοσή του. Έχει την ικανότητα να ασκεί μοναχικό αλλά και αγελαίο κυνήγι κι ενώ δεν προκαλεί καβγάδες, στις αψιμαχίες είναι φοβερός μαχητής.
Εκπαίδευση
Έχει έμφυτο και πολύ πρόωρα ανεπτυγμένο το πάθος για κυνήγι, το οποίο εκδηλώνει πολύ νωρίς. Για το λόγο αυτό δεν χρειάζεται βιασύνη στην εκπαίδευση και ο ιδιοκτήτης του πρέπει να τον χειρίζεται έξυπνα και σθεναρά προκειμένου να αποφευχθούν ανεπανόρθωτα λάθη. Θεωρείται σκληροτράχηλος σκύλος και εκπαιδεύεται δύσκολα στην υπακοή, γι’ αυτό και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε αυτόν τον τομέα. Όποιος δεν έχει επιμονή και υπομονή, καλύτερα να προτιμήσει τα θηλυκά που είναι πιο καλόπιστα και εκπαιδεύσιμα από τα αρσενικά.
Ελληνικός Ιχνηλάτης
Ομάδα: 6
Χώρα καταγωγής: Ελλάδα
Πρότυπο FCI: Νο 214
Γενική εμφάνιση
Ιχνηλάτης λεπτότατης όσφρησης και μεγάλης αντοχής. Σκύλος μετρίου μεγέθους, δυνατός και ρωμαλέος, ζωηρός και έξυπνος.
Του Θανάση Κυριτσάκα:
ΤΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΙΧΝΗΛΑΤΗ
Όταν οι κυνηγετικές τους αρετές φτάνουν στο ζενίθ, οι σκύλοι ιχνηλάτες είναι το κλειδί της επιτυχίας στο λαγοκυνήγι, την παραδοσιακή και πιο δημοφιλή μέθοδο κυνηγίου στην Ελλάδα. Πριν οριοθετήσουμε το προφίλ του πολύ καλού έως άριστου ιχνηλάτη, θα πρέπει να επισημάνουμε ορισμένα ουσιώδη στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με τις συνήθειες του λαγού γενικώς.
• Ο λαγός αντιμετωπίζει τους διώκτες του με την πονηριά που μεταφράζεται σε εξυπνάδα και με την ταχύτητα διαφυγής.
• Ο ντορός της βραδινής βοσκής μέχρι το πρωινό γιατάκι είναι πραγματικά ένας λαβύρινθος.
• Εκμεταλλεύεται στο μέγιστο βαθμό το έδαφος με σκοπό να μην αφήσει «φανερά» ίχνη, ιδιαίτερα κοντά στο γιατάκι.
• Στην καταδίωξη πάλι εκμεταλλεύεται το έδαφος, δημιουργώντας πολλά «κενά» χνάρια για να ξεγελάσει και να μπερδέψει τους σκύλους.
• Όταν είναι φοβισμένος «κρατάει» τη μυρωδιά, δηλαδή δεν αφήνει ντορό.
• Χίλια κόλπα κάνει γενικώς για να μπερδέψει τους διώκτες του, αλλά για τον ιχνηλάτη έχουν σημασία τα ίχνη που αφήνει.
Οι οσφρητικές εντυπώσεις
Επιπλέον, ας αναλύσουμε τη μυρωδιά του λαγού σε σχέση με το περιβάλλον γενικώς για να καταλάβουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο σκύλος και παράλληλα τα προσόντα που πρέπει να διαθέτει για το κυνήγι. Τη μυρωδιά του λαγού ο σκύλος την αντιλαμβάνεται σαν «οσφρητική εντύπωση», που καταγράφεται στο μυαλό του.
Όμως, ο λαγός μέσα σ’ ένα βράδυ βοσκής θα πατήσει σε χώμα, σε βράχο, σε λιβάδι, σε νερά, σε λάσπες, ανάλογα την εδαφική σύσταση του βιότοπου που ζει. Η μυρωδιά του λαγού και η μυρωδιά του εδάφους δημιουργούν άμεσα ένα «κοκτέιλ» οσμής, το οποίο μεταβάλλεται σε ένταση και σύσταση ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν τη συγκεκριμένη μέρα στην περιοχή. Μέσα σ’ αυτό το «κοκτέιλ», η μυρωδιά του λαγού άλλοτε είναι δυνατή και υπερισχύει και άλλοτε είναι αδύνατη έως ανύπαρκτη. Άρα έχουμε κάθε φορά διαφορετικές οσμές και συνεπώς διαφορετικές «οσφρητικές εντυπώσεις» για το σκύλο.
Τελειοποιείται με το χρόνο
Η ικανότητα ιχνηλασίας του σκύλου στο λαγό τελειοποιείται όσο αυτός μεγαλώνει και αποκτά εμπειρίες στις διαφορετικές «οσφρητικές εντυπώσεις», πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να κυνηγήσει σε διαφορετικές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες, όπου θα συναντήσει τις διαφορετικές «μυρωδιές» του λαγού, γιατί δεν είναι μόνο η μυρωδιά του που τον οδηγεί στο γιατάκι, αλλά οι «οσφρητικές εντυπώσεις» που προκάλεσε αυτός με το πέρασμά του και είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για έναν ιχνηλάτη.
Στον παρακάτω πίνακα αναλύονται όλοι οι παράγοντες του εδάφους, του αέρα και του καιρού, οι οποίοι επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την ιχνηλασία του λαγού ή και άλλων ζώων.
Παράγοντες επίδρασης της ιχνηλασίας
1.Έδαφος – επίδραση
α) Γυμνό, χωρίς βλάστηση – αρνητική
β) Ξερό, σκόνη, αμμουδιά – αρνητική
γ) Βραχώδες, πετρώδες – αρνητική
δ) Μουχλιασμένο, βρόμικο, πατημένο από κοπάδια – αρνητική
ε) Πολύ υγρό, νερουλό, έπειτα από δυνατή βροχή – αρνητική
στ) Έδαφος πιο ζεστό απ’ την ατμόσφαιρα – αρνητική
ζ) Έδαφος με κανονική υγρασία – θετική
η) Έδαφος πιο κρύο απ’ την ατμόσφαιρα – θετική
θ) Έδαφος με κοντή βλάστηση – θετική
ι) Λιβάδια με καθαρό γρασίδι – θετική
2. Καιρός – επίδραση
α) Ζεστός με μεγάλες θερμοκρασίες – αρνητική
β) Ξηρός, χωρίς υγρασία και βροχές – αρνητική
γ) Πολύ δυνατές βροχές – αρνητική
δ) Παγωνιές, πάχνες, παγωμένο χιόνι – αρνητική
ε) Μόνιμη ομίχλη ή απότομες συννεφιές – αρνητική
στ) Αίθριος, δροσερός με κανονική θερμοκρασία – θετική
ζ) Σιγανές βροχές, χειμωνιάτικες – θετική
η) Παγωνιά και πάχνη που λιώνει – θετική
θ) Ομίχλη ή χιόνι που αρχίζει να πέφτει – θετική
3. Αέρας – επίδραση
α) Κρύοι και δυνατοί βοριάδες – αρνητική
β) Δυνατοί άνεμοι γενικώς – αρνητική
γ) Νοτιάδες – αρνητική
δ) Δροσερό βοριαδάκι – θετική
ε) Όλοι οι μέτριοι άνεμοι εκτός του νοτιά – θετική
ζ) Άπνοια – θετική
Μετά τα παραπάνω στοιχεία, αθροίζοντας τις εκπληκτικές βιολογικές ικανότητες του λαγού, τις δύσκολες διαδρομές που κάνει για να αποπροσανατολίσει τους διώκτες, τις αρνητικές επιπτώσεις του εδάφους, του αέρα και του καιρού στο ντορό που αφήνει, συμπεραίνουμε πως ένας ιχνηλάτης πρέπει να έχει πολλά προσόντα σωματικά, πνευματικά και ψυχολογικά, για να κυνηγήσει σωστά το λαγό.
Οι φάσεις του κυνηγιού
Οι γενικές φάσεις που εξελίσσονται στο κανονικό και ορθολογικό κυνήγι είναι οι παρακάτω:
• Ψάξιμο αρχικό
• Πλησίασμα
• Ξεσήκωμα
• Καταδίωξη
Ο σκύλος που θα ανταποκριθεί με επιτυχία σ’ όλες τις παραπάνω φάσεις, θα πρέπει πριν απ’ όλα να είναι ηλικίας 3 ετών και πάνω, με μεθοδική και σωστή εκπαίδευση και εμπειρία κυνηγετική. Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να ορίσουμε αντικειμενικά το προφίλ του πολύ καλού ή άριστου ιχνηλάτη. Αντίθετα, οποιαδήποτε άλλη κρίση εκτός του ορίου ηλικίας που θέσαμε και της ανάλογης εμπειρίας, θα μας χαρακτήριζε επιπόλαιους και αιθεροβάμονες και θα ήταν άδικη για το σκύλο.
Ο ορισμός του καλού ιχνηλάτη
Περιγράφοντας το προφίλ του πολύ καλού ή άριστου ιχνηλάτη, ο σκύλος πρέπει να διαθέτει:
1. Σωματική και ψυχική υγεία
2. Ολοκληρωμένη εκπαίδευση
3. Δυνατή και λεπτή όσφρηση
4. Δυνατή και καθαρή φωνή
5. Να πληρεί όλα τα μορφολογικά πρότυπα της ράτσας
6. Να πληρεί όλα τα εργασιακά πρότυπα της ράτσας
7. Να υπακούει σε κάθε κάλεσμα και εντολή του κυνηγού
Ψάξιμο-πλησίασμα-ξεσήκωμα-καταδίωξη
1. Μεθοδικό και συγκρατημένο ψάξιμο, χωρίς επιπολαιότητα. Πρέπει να ψάχνει με σοβαρότητα αρκετή περιοχή έτσι ώστε να βρίσκεται εδαφικά «μέσα» στο ντορό στις περιπτώσεις που τα ίχνη χάνονται. Σ’ αυτή τη φάση μπορεί να κάνει ένα ή δύο πισωγυρίσματα το πολύ, αλλά μετά πρέπει απαραίτητα να συνεχίσει στον κανονικό ντορό πλέον. Αυτό μπορεί να το πετύχει αν έχει την οξυδέρκεια να κάνει κύκλους και ανοίγματα στα σημεία που διακόπτεται ο ντορός, παραμένοντας στην πορεία του ζώου.
2. Ακρίβεια στην ακολούθηση των ιχνών, με την ικανότητα να κρατάει σταθερό έλεγχο στο ντορό κατά τη διάρκεια του ψαξίματος μέχρι το γιατάκι. Ένας ιχνηλάτης με τέτοια προσόντα, όταν ακολουθεί τη μυρωδιά του ζώου, κάνει όσο το δυνατόν λιγότερες παρακάμψεις, δεν ξεφεύγει απ’ τη γραμμή του ντορού και καταλαβαίνει εύκολα τη σωστή κατεύθυνση που πήρε το θήραμα.
3. Υπομονή. Να αντιμετωπίζει κάθε πρόβλημα που παρουσιάζεται με μεγάλη υπομονή και επιμονή και με την ανάλογη χρονική διάρκεια, έτσι ώστε να πάρει τον έλεγχο του κυνηγιού πάλι με το μέρος του. Η υπομονή βοηθάει το σκύλο να ολοκληρώνει τη δουλειά του με σιγουριά στις δύσκολες καταστάσεις και να μην αφήνει το κυνήγι στη μέση.
4. Ανεξαρτησία. Είναι η ικανότητα του ιχνηλάτη να βασίζεται στον εαυτό του και να μην επηρεάζεται απ΄ τα λάθη των άλλων σκύλων. Ειδικά στο κυνήγι μαζί με άλλα σκυλιά, ο κατάλληλος βαθμός ανεξαρτησίας φαίνεται όταν συγκεντρώνεται με σοβαρότητα στο ντορό που ακολουθεί, χωρίς να διακόπτει τη δουλειά του με το παραμικρό που θα δει ή θ’ ακούσει απ’ τα υπόλοιπα σκυλιά. Στην περίπτωση όμως, που κάποιο άλλο σκυλί με το γάβγισμά του δείχνει ότι πραγματικά βρήκε κάτι χειροπιαστό (φρέσκο ντορό ή τον ίδιο το λαγό), τότε πρέπει να πλησιάσει και να δουλέψει πλέον ομαδικά. Το να μην παίρνει πρωτοβουλία και να μιμείται τα άλλα σκυλιά, είναι δείγμα έλλειψης ανεξαρτησίας. Το να αγνοεί παντελώς τα άλλα σκυλιά της ομάδας, ή να μην τα προσέχει καθόλου, ή να κινείται μαζί τους χωρίς συγχρονισμό στις κινήσεις, είναι δείγμα υπερβολικής ανεξαρτησίας, που είναι λάθος πάλι για την ομάδα.
5. Συνεργασία. Είναι η ικανότητα του ιχνηλάτη να συνεργάζεται αρμονικά με τους άλλους σκύλους, συμβάλλοντας με αποτελεσματικό τρόπο στον κοινό σκοπό της ομάδας, που είναι η ανακάλυψη και η καταδίωξη του λαγού ή άλλου ζώου, χωρίς ζήλιες ή άλλες ενέργειες που θα χαλάσουν το κυνήγι και θα σπάσουν την ομαδικότητα.
6. Το πλησίασμα στο γιατάκι πρέπει να γίνεται σταθερά και σίγουρα, με το ανάλογο γάβγισμα σε συχνότητα, που χαρακτηρίζει κάθε ράτσα σύμφωνα με το πρότυπο εργασίας.
7. Σ’ όλη τη διάρκεια της ιχνηλασίας και ιδιαίτερα σ’ αυτή τη φάση, το γάβγισμα πρέπει να είναι αληθινό και όχι ψεύτικο.
8. Μετά το πλησίασμα, η επόμενη ενέργεια του σκύλου είναι το ξεσήκωμα. Συνήθως ο λαγός πριν το φώλιασμα κάνει το λεγόμενο «πήδημα» δημιουργώντας ένα κενό μερικών μέτρων στο ντορό, ο οποίος τελειώνει φυσιολογικά λίγα μέτρα πριν το γιατάκι. Σ’ αυτή την περίπτωση απαραίτητο προσόν είναι η «αίσθηση του θηράματος», δηλαδή η σιγουριά και η γνώση του σκύλου ότι υπάρχει θήραμα πολύ κοντά του και οφείλει να το ξεσηκώσει. Το έμπειρο σκυλί, σ’ αυτή την περίπτωση, δύο πράγματα μπορεί να κάνει. Αρχίζει αυτόβουλα το ψάξιμο των θάμνων γύρω του μπαίνοντας στο πυκνό μέχρι να ξεσηκωθεί ο λαγός ή εκμεταλλευόμενο τον αέρα, μυρίζει τη θέση του λαγού και άμεσα φτάνει στο γιατάκι και τον ξεσηκώνει με το «κεφάλι όρθιο», ένα προσόν σημαντικό για ιχνηλάτη.
9. Μεγάλη καταδίωξη, που φαίνεται απ’ την ικανότητα του ιχνηλάτη να κρατά τον έλεγχο του ντορού και να «ανεβαίνει» προοδευτικά, με αποφασιστικότητα και σταθερότητα, κανονίζοντας την ταχύτητά του με τέτοιο λογικό τρόπο, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις διάφορες συνθήκες και περιστάσεις που θ’ αντιμετωπίσει. Η καταδίωξη πρέπει πάντα να δηλώνεται με το γάβγισμα του σκύλου. Αν σε κάποιο σημείο χάσει τον ντορό, πρέπει πρώτα να απομονώσει αυτό το μέρος και μετά βαθμιαία και λεπτομερειακά να επεκτείνεται σπειροειδώς σε μεγαλύτερη περιοχή, μέχρι να ξανακερδίσει τον ντορό και να συνεχίσει την καταδίωξη. Στη φάση της καταδίωξης απαραίτητο στοιχείο και προσόν του σκύλου είναι ο προσανατολισμός στην κατεύθυνση του θηράματος που διώκει.
10. Να έχει μεγάλη αντοχή σ’ όλη τη διάρκεια του κυνηγιού και να επιμένει τόσο πολύ, όσο είναι απαραίτητο. Στην περίπτωση της καταδίωξης του λαγού, να συνεχίζει τόσο μακριά, μέχρι ν’ αναγκάσει το λαγό να γυρίσει πίσω στην περιοχή που ξεσηκώθηκε, όσες φορές κι αν χρειαστεί.
11. Προσαρμοστικότητα. Είναι η ικανότητα του ιχνηλάτη να προσαρμόζεται γρήγορα στις αλλαγές των συνθηκών ιχνηλασίας. Ένας προσαρμόσιμος ιχνηλάτης θα καταδιώξει το θήραμα τόσο γρήγορα ή τόσο αργά, όσο οι συνθήκες το επιτρέπουν. Σε αντίθετη περίπτωση θα κουραστεί άσκοπα και θα χάσει τη δύναμη και την αντοχή του.
12. Αποφασιστικότητα. Έχει άμεση σχέση με την υπομονή και τα δύο μαζί είναι στοιχεία που συνυπάρχουν στον ίδιο σκύλο, δηλαδή η αποφασιστικότητα είναι αποτέλεσμα της υπομονής και αντίστροφα. Χαρακτηρίζουν τη μεγάλη ποιότητα του ιχνηλάτη. Ένας αποφασιστικός σκύλος κυνηγάει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του, ακόμα και πέρα απ’ τα όρια της αντοχής του, έχοντας μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του: «να τελειώσει αυτό που άρχισε».
13. Ανταγωνιστικό πνεύμα. Είναι η επιθυμία του ιχνηλάτη να υπερισχύει στο ψάξιμο ή την καταδίωξη του θηράματος. Όμως εδώ υπάρχει ένα λεπτό και κρίσιμο σημείο. Το πνεύμα ανταγωνισμού θα πρέπει να ακολουθείται από έλεγχο και συγκέντρωση του σκύλου στο κυνήγι του ζώου και μόνο και όχι από την πρόθεσή του να νικήσει τους άλλους ιχνηλάτες. Ο υπερβολικός ανταγωνισμός φαίνεται καθαρά γιατί ο σκύλος χάνει την προσαρμοστικότητα, την υπομονή, τη συνεργασία και την ανεξαρτησία, με αποτέλεσμα να χάνει αντί να κερδίζει.
14. Εξυπνάδα. Είναι το προσόν του ιχνηλάτη που τον βοηθάει να εφαρμόσει όλες τις ικανότητές του αποτελεσματικά, με τον τρόπο ενός έμπειρου τεχνίτη. Ο έξυπνος σκύλος μαθαίνει απ’ τις εμπειρίες του και σπάνια χάνει το χρόνο του, επαναλαμβάνοντας τα προηγούμενα λάθη. Η εξυπνάδα φαίνεται απ’ την ικανότητα του σκύλου να προσαρμόζεται στις αλλαγές των συνθηκών ιχνηλασίας, να ακολουθεί το ντορό σταθερά, ελέγχοντας και χρησιμοποιώντας πολλούς τρόπους και μεθόδους ιχνηλασίας, και να κλιαφίζει σε διαφορετικούς τόνους για κάθε περίσταση δίνοντας έτσι στον κυνηγό σημαντικές πληροφορίες για τη θέση του θηράματος και την εξέλιξη του κυνηγιού.
Τα λάθη του ιχνηλάτη
1. Εγκατάλειψη-παραίτηση. Πολύ σοβαρό μειονέκτημα για έναν ιχνηλάτη. Φαίνεται απ’ την απροθυμία να κυνηγήσει σωστά, δεν κάνει καταδίωξη, δεν έχει επιμονή, ασχολείται με τ’ άλλα σκυλιά, δεν προσπαθεί πολύ και λουφάρει στις δύσκολες καταστάσεις, δηλαδή γενικώς σταματάει το κυνήγι στη μέση. Μερικές φορές το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην κούραση του σκύλου και όχι στο χαρακτήρα του. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο κριτής σταθμίζει τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν αρνητικά στο σκύλο και συνήθως δίνεται ορισμένος χρόνος ξεκούρασης μέχρι να ξαναμπεί στον αγώνα.
2. Αντίθετο ψάξιμο ντορού. Είναι το λάθος που κάνει ο σκύλος να ακολουθεί τον ντορό αντίθετα απ’ την κατεύθυνση του λαγού. Αυτό οφείλεται μερικές φορές στον ανταγωνισμό με τ’ άλλα σκυλιά και συνήθως επανέρχεται στην κανονική γραμμή των χναριών, οπότε κρίνεται με επιείκεια, αν όμως επιμένει πολλή ώρα και σε μεγάλη απόσταση, τότε κρίνεται αρνητικά. Το αντίθετο ψάξιμο δείχνει έλλειψη ικανότητας του ιχνηλάτη να αποφασίσει και να καταλάβει την κατεύθυνση που πήρε ο λαγός.
3. Φαινομενικό ψάξιμο. Σ’ αυτή την περίπτωση ο σκύλος υποκρίνεται ότι ιχνηλατεί σε ντορό που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Ορισμένοι ιχνηλάτες το κάνουν αυτό με πολύ πειστικό τρόπο και χρειάζεται μεγάλη εμπειρία του κριτή να το καταλάβει.
4. Παθητικότητα. Είναι η έλλειψη προσπάθειας ή προθυμίας του σκύλου να κάνει πρόοδο στην ιχνηλασία. Είναι διστακτικός, νωθρός, κινείται άσκοπα, με αποτέλεσμα να χάνει το στόχο του.
5. Φλύαρο γάβγισμα. Είναι το υπερβολικό ή άσκοπο γάβγισμα στο ψάξιμο ή στην καταδίωξη. Κλιαφίζει συνέχεια στο ίδιο σημείο του ντορού χωρίς να προχωράει προς την κατεύθυνση του λαγού ή κλιαφίζει υπερβολικά από μεγάλη έξαψη, όταν έχει χάσει τα χνάρια και προσπαθεί να τα ξαναβρεί.
6. Επιπολαιότητα. Είναι το λάθος που κάνει ο σκύλος να μη σημαδεύει το σημείο του ντορού που έχασε, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται πολύ απ’ αυτό το σημείο στην προσπάθειά του να ξαναβρεί τη μυρωδιά. Κάνει άσκοπες βόλτες, αποφεύγει τα επικίνδυνα και δύσκολα εδάφη και γενικώς δεν κάνει μεγάλη προσπάθεια, με αποτέλεσμα να βρίσκεται μακριά απ’ τον πραγματικό ντορό, τον οποίο τελικά χάνει. Τις περισσότερες φορές είναι μια αυθόρμητη ενέργεια του σκύλου που προπορεύεται, που δείχνει μ’ αυτόν τον τρόπο υπερανταγωνιστικότητα ή μια προσπάθεια να ξανακερδίσει το χαμένο πλεονέκτημα που είχε απέναντι στα υπόλοιπα σκυλιά, όμως πρέπει να επανέλθει στον κανονικό ρυθμό.
7. Αλλαγή ντορού. Στην προσπάθειά του να ξαναβρεί τον χαμένο ντορό, απομακρύνεται απ’ την περιοχή, με αποτέλεσμα να μπλέξει τα χνάρια και να πάρει τον ντορό άλλου λαγού. Αυτή η ενέργεια δηλώνει έλλειψη υπομονής και επιμονής.
8. Άφωνη καταδίωξη. Είναι λάθος να μη γαβγίζει στη γραμμή του ντορού και να δίνει σε όλη τη διάρκεια της καταδίωξης το στίγμα της πορείας του.
9. Μεγάλη ταχύτητα. Είναι λάθος να τρέχει υπερβολικά σαν λαγωνικό, χωρίς να έχει τον έλεγχο του ντορού. Τα πολύ γρήγορα σκυλιά εκτρέπονται απ’ τα χνάρια και γενικώς τρέχουν την περισσότερη ώρα εκτός ντορού.
10. Έλλειψη ανεξαρτησίας. Είναι κοινό λάθος που φαίνεται όταν ο σκύλος κοιτάζει τ’ άλλα σκυλιά και τ’ αφήνει να αποφασίσουν αυτά την όλη πορεία της ιχνηλασίας, χωρίς να αναλαμβάνει πρωτοβουλία.
11. Έλλειψη προσανατολισμού. Είναι λάθος να μην μπορεί να βρει εύκολα την κατεύθυνση που πήρε το θήραμα γενικώς.
Το γουρουνόσκυλο
Σύμφωνα με την παραπάνω εξονυχιστική ανάλυση του πολύ καλού ή άριστου ιχνηλάτη, μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως ένα άριστο λαγόσκυλο έχει όλα τα προσόντα να γίνει επιλεκτικά και άριστο γουρουνόσκυλο ταυτόχρονα, αρκεί να έχει επιπλέον το θάρρος και τη γενναιότητα να αντιμετωπίσει το αγριογούρουνο στο γιατάκι.
Αντίθετα, ένα άριστο γουρουνόσκυλο δεν θα γίνει ποτέ και άριστο λαγόσκυλο, γιατί δεν του δόθηκε καθόλου η ευκαιρία της εμπειρίας στους «λεπτούς και αχνούς» ντορούς, στους «δαιδαλώδεις και ψεύτικους» ντορούς του λαγού, που οξύνουν το μυαλό ενός ιχνηλάτη. Να προσθέσω επίσης ότι ένα γουρουνόσκυλο μπορεί να είναι πολύ καλό, έχοντας ακόμα και μέτρια όσφρηση, όμως με τέτοια μέτρια μύτη δεν θα γίνει ποτέ καλό λαγόσκυλο.
Ο ντορός του αγριογούρουνου πρακτικά είναι πολύ εύκολος για ένα πολύ καλό λαγόσκυλο και θα πρότεινα στους κυνηγούς του γουρουνιού να εκπαιδεύουν τα σκυλιά τους αποκλειστικά στο λαγό μέχρι την ηλικία των 20 μηνών περίπου και μετά σταδιακά να τα βάζουν στο γουρούνι. Από προσωπική εμπειρία, είναι μια μέθοδος που έχω ακολουθήσει στους ιχνηλάτες κι έχει πετύχει απόλυτα.
Το κέρδος μας είναι ότι ο σκύλος έχει αφ’ ενός τη σωματική ολοκλήρωση αλλά και την ψυχολογία του κυνηγού ανεβασμένη, οπότε μπορεί να αντιμετωπίσει το αγριογούρουνο με μεγαλύτερο θάρρος και σιγουριά για τον εαυτό του, χωρίς προβλήματα φοβίας και λιποψυχίας.
Τελειώνοντας για να δώσω έμφαση στη διαφορετικότητα του κυνηγιού του λαγού και του αγριογούρουνου, θα έλεγα επιγραμματικά με μια φιλοσοφική διάθεση ότι:
• Το κυνήγι του λαγού είναι ποίημα. Χρειάζεται ερμηνεία!
• Το κυνήγι του αγριογούρουνου είναι μυθιστόρημα. Χρειάζεται ένα καλό διάβασμα!
Του Γιάννη Δρόσου:
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΧΝΗΛΑΤΗ
Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τις αναφορές σε αυτήν την υπέροχη φυλή και να δώσουμε ώθηση στους πραγματικούς πρωταγωνιστές, δηλαδή στα σκυλιά. Όταν ο λόγος είναι απλός, αληθινός και ακατέργαστος τότε μιλάει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Η φωνή του πρωταθλητή Δημήτρη Βουδούρη, που έλεγε ότι υπάρχουν στο χώρο πολλοί επιτήδειοι που μετατρέπουν σε κέρδος την ανάγκη του κυνηγού για ένα σύντροφο και ότι αυτοί πρέπει να απομονωθούν, φαίνεται ότι βρήκε πολλούς υποστηρικτές.
Επίσης, μεγάλη αποδοχή στον κυνηγετικό κόσμο έτυχε η αναφορά του κ. Βουδούρη για τη διοργάνωση και καθιέρωση, αγώνων ιχνηλασίας. Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στον ελληνικό ιχνηλάτη, το «Κ&Φ» απευθύνθηκε σε εκτροφείς της συγκεκριμένης φυλής και έθεσε ερωτήματα σχετικά με την επιλογή και την εκπαίδευση των κουταβιών. Οι εκτροφείς, είτε επαγγελματίες είτε όχι, λόγω της συνεχούς επαφής βλέπουν καλύτερα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σκύλων και μέσα από τη δουλειά τους έχουν αναπτύξει μεθόδους για την εκπαίδευση, την προαγωγή των προτερημάτων και τη μείωση των λαθών. Και όλοι γνωρίζουμε ότι ένα λάθος στην εκπαίδευση του νεαρού κυνηγόσκυλου μπορεί να παραμένει για πολύ καιρό, αν όχι για πάντα και πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Οι ερωτήσεις είναι ίδιες για όλους τους εκτροφείς, ώστε να γίνουν κατανοητά όλα τα στάδια της εκπαίδευσης του κουταβιού, από τη γέννα μέχρι την πρώτη κυνηγετική εξόρμηση. Έτσι είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με τον κ. Γιώργο Μπακατσούλα από τα Ιωάννινα, τον πρόεδρο του Ομίλου Φίλων Ελληνικού Ιχνηλάτη κ. Ιωάννη Κουγγέλη, και το λάτρη της φυλής, κ. Δημήτρη Βουδούρη.
«Κυνηγός & Φύση»: Πώς επιλέγουμε ένα κουτάβι μέσα από μια γέννα;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Η επιλογή του καλύτερου κουταβιού μιας γέννας, γίνεται κατά τη γνώμη μου, εφόσον τα κουτάβια είναι τουλάχιστον δύο μηνών κοντά στη μάνα και αν είναι δυνατόν να γίνουν τεσσάρων μηνών, τόσο το καλύτερο. Ξεχωρίζουμε το πιο ζωηρό, το πιο έξυπνο, αυτό το οποίο έχει τόλμη και οι κινήσεις του είναι σπινθηροβόλες, τα μάτια του γυαλίζουν, δηλαδή με άλλα λόγια δεν είναι μαλθακό.
Ένα από τα κριτήρια επιλογής, ίσως και από τα πιο βασικά, είναι να έχει έντονα χρώματα (μαύρο, πύρινο). Αυτό πηγάζει και από την επιλογή της φύσης, βλέποντας ότι τα πιο επιβλητικά, δυνατά και κυρίαρχα ζώα είναι αυτά που παίρνουν πρωτοβουλία και έχουν μεγάλα κυνηγετικά προσόντα. Ενστερνίζομαι λοιπόν την άποψη του φίλο μου δημοσιογράφου, Γιώργου Στεργιόπουλου, που εκτρέφει Γερμανικό Ποιμενικό και σε συνεργασία πολλών χρόνων με το Γερμανικό κλαμπ (γερμανικού ποιμενικού) κατέληξε ότι τα καλύτερα από όλες τις απόψεις κουτάβια, είναι αυτά που έχουν έντονα χρώματα.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Η επιλογή ενός κουταβιού Ελληνικού Ιχνηλάτη, γίνεται σε ηλικία 55 έως 60 ημερών. Το κουτάβι πρέπει να έχει μια υγιή εικόνα, μάτια λαμπερά-καθαρά, τρίχωμα που γυαλίζει, σωματική αρτιότητα χωρίς δυσπλασίες και φυσικά καλή συμμετρία των μελών του. Η θέση-κίνηση της ουράς, καθώς και η εγρήγορση των ματιών, αποτελούν για μένα την αποτελεσματικότερη αξιολόγηση των κουταβιών. Το ¬κουτάβι σε αυτήν την ηλικία όταν το τοποθετούμε σε στέγαστρο ύψους δυο και πλέον μέτρων, πρέπει να κινείται και να περπατάει σαν να πατάει στο έδαφος και να προσπαθεί να βρει τρόπο να κατέβει.
Επίσης, αν το τοποθετήσουμε ανάσκελα και το πιέζουμε στην κοιλιά πρέπει να αγωνιστεί-παλέψει, ώστε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Το κουτάβι πρέπει να δείχνει θάρρος και τόλμη σε κάθε νέο ερέθισμα (αυτοκίνητα, ζώα, ανθρώπους κ.τ.λ). Να αγωνίζεται και να παλεύει για τη διεκδίκηση κάθε αντικειμένου, κόκαλου κ.λ.π. Να ακολουθεί-κυνηγά, ό,τι κινείται στο οπτικό του πεδίο και επίσης πρέπει να δαγκώνει στη μυρωδιά αίματος από θήραμα (λαγό-κουνέλι).
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Μετά την ηλικία των δύο μηνών, μπορούμε να επιλέξουμε ένα κουτάβι μέσα από μια γέννα. Αν το κάνουμε νωρίτερα, απλώς θα τραβήξουμε ένα λαχείο. Το κουτάβι αρχίζει να δείχνει τα σημάδια του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, μετά από αυτήν την ηλικία. Το κουτάβι πρέπει να είναι δραστήριο, ζωηρό και όχι φοβισμένο. Να έχει φυσικά σωστή σωματική διάπλαση και όσο γίνεται έντονα χρώματα.
Με ένα λαγοτόμαρο το οποίο θα σύρουμε στο έδαφος μπορούμε να δούμε, όχι βέβαια πιο κουτάβι ιχνηλατεί, αλλά ποιο δείχνει ενδιαφέρον στο διαφορετικό και στην πρόκληση και ποιο είναι αδιάφορο και φοβάται. Όλα αυτά όμως, ενδέχεται να έχουν λίγη σημασία. Μπορεί να διαλέξεις τελευταίος και να πάρεις το καλύτερο σκυλί. Μέσα σε μια όμορφη γέννα είναι πράγματι δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα κουτάβι. Αν δεν τα καταφέρεις με καμία από τις παραπάνω μεθόδους, τότε διάλεξε αυτό που η καρδιά σου θα σου δείξει και να μην ξεχνάμε ότι το «δέσιμο» και η συνεχής εκπαίδευση θα βγάλουν τον πρωταθλητή.
«Κ&Φ»: Ποια είναι τα πρώτα βήματα και η βασική εκπαίδευση του κουταβιού;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Τα πρώτα βήματα του κουταβιού μας, γίνονται σε ηλικία από έξι έως εννέα μηνών. Βγάζουμε το κουτάβι στους δρόμους, κοντά σε ανθρώπους, σε αυτοκίνητα, μαζί με άλλους σκύλους κ.τ.λ. Παράλληλα του δίνουμε παραγγέλματα όπως «πλευρό» και «κάτω». Επίσης, το βγάζουμε στη φύση για να γνωρίσει τις μυρωδιές, να έρθει σε επαφή με τα ζώα (οικόσιτα και άγρια), και φυσικά, το μαθαίνουμε να έρχεται φωνάζοντας το όνομά του, ή με τη σφυρίχτρα ή έλα εδώ κ.τ.λ. Πάντα το επιβραβεύουμε και του δίνουμε κάποια λιχουδιά. Βασική αρχή του εκπαιδευτή-ιδιοκτήτη, είναι ότι δε χτυπάμε ποτέ το κουτάβι. Μόνο με τη φωνή, με κοφτά παραγγέλματα, με διαφορετικό τόνο στο καλό ή στο κακό. Έτσι το κουτάβι μας κοινωνικοποιείται. Αυτή είναι η βασική εκπαίδευση υπακοής και καλής συμπεριφοράς που γίνεται πριν την κυνηγετική εκπαίδευση.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Η βασική εκπαίδευση αρχίζει από τη 10η ημέρα των κουταβιών έως την ηλικία των έξι μηνών. Από τη 10η ημέρα και έπειτα, το κουτάβι πρέπει να έρθει σε επαφή με όσα περισσότερα πράγματα, ζώα και ανθρώπους, ώστε να κοινωνικοποιηθεί πλήρως. Επίσης, το κουτάβι πρέπει να μάθει τις βασικότερες εντολές «έλα-κάτω-μη» και να αποδεχτεί ότι ο αρχηγός της αγέλης είναι το αφεντικό του και όχι ο ίδιος ο σκύλος που συνήθως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ιδιοκτήτες ελληνικού ιχνηλάτη που είναι κυρίαρχο ζώο με αρχηγικές τάσεις.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Η βασική εκπαίδευση ξεκινά στην ηλικία των δύο-τριών μηνών με τη μάθηση των αρχικών εντολών «έλα» και «μη». Στη συνέχεια πρέπει να μάθουμε στο κουτάβι μας να ανεβαίνει στο αυτοκίνητο και να δέχεται ευχάριστα τη μεταφορά. Επίσης, το σκυλί πρέπει να έχει επαφή με οικόσιτα ζώα και πουλερικά, καθώς και με άλλα σκυλιά. Το κουτάβι μας πρέπει να έχει επαφή με ανθρώπους και να μη φοβάται. Ένα άλλο θέμα που απασχολεί τους ιδιοκτήτες είναι η κροτοφοβία. Νομίζω ότι κακώς ασχολούνται με αυτό το θέμα κάνοντας ξαφνικά τουφεκιές, δυνατούς θορύβους κατά τη διάρκεια του φαγητού κ.τ.λ. Στο κυνήγι του λαγού, η τουφεκιά είναι χρονικά πολύ μπροστά από το σκυλί και δεν το επηρεάζει, όπως για παράδειγμα στο κυνήγι της μπεκάτσας.
«Κ&Φ»: Σε ποια ηλικία αρχίζουμε την κυνηγετική εκπαίδευση και με ποιον τρόπο;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Από εννέα μηνών και άνω, ο σκύλος έχει αποκρυσταλλώσει γνώμη και ό,τι μαθαίνει δεν το ξεχνάει. Τότε, αφού τελειώσει η βασική αρχίζει η κυνηγετική εκπαίδευση. Προσωπικά, η πείρα μου έχει διδάξει ότι ο καλύτερος τρόπος εκπαίδευσης είναι το κουνέλι και όχι το εκπαιδευτήριο λαγού. Εκπαιδευτήριο λαγού, σημαίνει χώρος περιφραγμένος, περιορισμένος σε βλάστηση που φέρει πολλές μυρωδιές από σκύλους, ανθρώπους και λαγούς. Οι λαγοί έχουν συγκεκριμένες θέσεις πιασίματος (γιατάκια), αναλόγως τις καιρικές συνθήκες, όποτε ο ελληνικός ιχνηλάτης που είναι πολύ έξυπνο σκυλί, μαθαίνει τα γιατάκια απομνημονεύοντάς τα εύκολα και δεν βάζει μύτη κάτω, παρά πηγαίνει με το κεφάλι ψηλά και ξεφωλιάζει τους λαγούς (στα συγκεκριμένα γιατάκια) και τους κυνηγάει με το βλέμμα και όχι με το χνάρι.
Η εκπαίδευση με το κουνέλι γίνεται ως εξής: Παίρνουμε το σκυλί έξω στη φύση σε μια περιοχή με αραιή βλάστηση (θαμνότοπο). Δένουμε κάπου το σκυλί, ώστε να μας βλέπει και αφού μυρίσει το κουνέλι, το αφήνουμε από το κουτί του χωρίς να το πιάσουμε στα χέρια μας. Η πρώτη αντίδραση του σκύλου, αφού αρχίσει το κουνέλι να φεύγει, είναι να πηδάει και να θέλει λυθεί, ίσως μάλιστα και να κλαφουνίζει (το ένστικτο του ιχνηλάτη). Στη συνέχεια, δένουμε τον ιχνηλάτη μας με ένα μακρύ σχοινί (7 μέτρα χωρίς κόμπο στην άκρη) και τον αφήνουμε να πάει εκεί που είδε το κουνέλι, το οποίο εκ των προτέρων έχουμε φροντίσει να κρυφτεί στους θάμνους.Τότε, θα δούμε για πρώτη φορά το σκύλο μας να ιχνηλατεί και να ψάχνει να βρει το κουνέλι. Όπως το σκυλί ψάχνει, το σχοινί ελίσσεται ανάμεσα στους θάμνους χωρίς να μπερδεύεται, ενώ εμείς ακολουθούμε από απόσταση δέκα μέτρων. Στο βγάλσιμο του κουνελιού, ο σκύλος θα τρέξει να το πιάσει, αλλά εμείς από μακριά κρατάμε το σχοινί ώστε το κουνέλι να φύγει μπροστά από τον σκύλο που θα κλαίει. Όρος απαράβατος: ποτέ το σκυλί δεν πρέπει να πιάσει το κουνέλι στο στόμα του. Εδώ τελείωσε το πρώτο μάθημα και αφού κρυφά πάρουμε το κουνέλι και χαϊδέψουμε το σκύλο μας, τον οδηγούμε στο αυτοκίνητο. Το δεύτερο μάθημα γίνεται την επόμενη μέρα.
Χωρίς να βγάλουμε το σκύλο από το αυτοκίνητο, αφήνουμε το κουνέλι κατά τον ίδιο τρόπο ανάμεσα στους θάμνους και αφού κρυφτεί διανύοντας μια απόσταση 50-60 μέτρων, βγάζουμε το σκυλί με το σχοινί δεμένο και το οδηγούμε εκεί που πρωτοξεκίνησε το κουνέλι μας. Ο σκύλος θα αρχίσει να ιχνηλατεί και να πηγαίνει στα χνάρια του κουνελιού. Όταν πλησιάσει και το ξεφωλιάσει, αρπάζουμε το σχοινί και ενώ το κουνέλι φεύγει, ο σκύλος κλαφουνίζει και θέλει να το πιάσει. Το δεύτερο μάθημα τελείωσε εδώ. Αυτά τα μαθήματα θα γίνονται μεγαλώνοντας το χρόνο έως και μισή ώρα, από τη στιγμή που θα αφήσουμε το κουνέλι μέχρι να βγάλουμε το σκύλο μας για να το βρει. Όταν ο ιχνηλάτης μας, βρίσκει το κουνέλι όπου και αν έχει πάει και το διώκει, σταματάμε την εκπαίδευση με το κουνέλι. Συνήθως σε 6-10 εξόδους μαθημάτων, ο ιχνηλάτης μας είναι έτοιμος για το βουνό μόνος του και χωρίς άλλο έμπειρο σκύλο.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Από την ηλικία των δύο μηνών φέρνουμε σε επαφή το κουτάβι με σκοτωμένο λαγό, ώστε να γευτεί το αίμα του ζώου. Αυτό συνεχίζεται μέχρι την ηλικία των τεσσάρων μηνών. Τότε αρχίζουμε την ιχνηλασία για την ανεύρεση σκοτωμένου ζώου ή δέρματος λαγού που σέρνουμε στο έδαφος. Στη συνέχεια, σε ηλικία πέντε μηνών κάνουμε χρήση ζωντανού κουνελιού, το οποίο όταν το σκυλί το πιάσει, το θανατώνουμε ώστε πάλι να γευτεί τη σάρκα και το αίμα του. Όσο μεγαλώνει το σκυλί, αυξάνουμε το βαθμό δυσκολίας της ιχνηλασίας, αφήνοντας περισσότερο χρόνο να περάσει από τη στιγμή που θα αφήσουμε το κουνέλι, έτσι ώστε το σκυλί να κυνηγάει ιχνηλατώντας και όχι με το μάτι. Από την ηλικία των έξι μηνών και άνω, το σκυλί μπορεί να επισκεφτεί εκπαιδευτήριο λαγού, αλλά μόνο για 2-3 φορές και όχι μαζί με άλλο σκυλί.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Όταν το κουτάβι μας φτάσει την ηλικία των έξι μηνών, μπορούμε να αρχίσουμε την κυνηγετική εκπαίδευση. Τα πρώτα βήματα γίνονται με το κουνέλι. Στην αρχή έχουμε μόνο οπτική επαφή. Περιορίζουμε ένα χώρο, ή δένουμε το κουτάβι με ένα σχοινί και στη συνέχεια αφήνουμε κοντά του ένα κουνέλι. Το κουτάβι βλέποντας το κουνέλι να πηδά και να απομακρύνεται αρχίζει να γαβγίζει και να θέλει να λυθεί για να το πιάσει. Όταν απομακρυνθεί αρκετά το κουνέλι, τότε λύνουμε το σκυλί στο σημείο του ντορού και αυτό αρχίζει να το ιχνηλατεί μέχρι να το φτάσει και να το πιάσει.
Όταν το δαγκώσει μερικές φορές, χαϊδεύουμε το σκυλί και εδώ τελειώνει το πρώτο μάθημα. Στη συνέχεια, επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία μέχρι να δούμε το κουτάβι να ιχνηλατεί κανονικά στο ντορό του κουνελιού. Αν βέβαια ο σκύλος τα καταφέρνει καλά, τότε δυσκολεύουμε τη διαδικασία, επιτείνοντας το χρόνο που θα λύσουμε το κουτάβι και διώχνουμε το κουνέλι, ώστε να απομακρυνθεί αρκετά μακριά. Όταν το κουτάβι δείξει ότι έχει καταλάβει και ιχνηλατεί αρκετά καλά, τότε κάνουμε επίσκεψη σε λαγοτροφείο, όχι όμως περισσότερες από δύο-τρεις, γιατί μετά θα κάνουμε ζημιά στο σκυλί. Καλά είναι να επιλέξουμε ένα μικρό λαγοτροφείο και να λύσουμε το σκυλί νωρίς το πρωί μόνο του.
«Κ&Φ»: Πότε βγαίνει το σκυλί στο βουνό και με ποιον τρόπο;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Το επόμενο βήμα, είναι η εκπαίδευση με το πραγματικό θήραμα, το λαγό. Αξημέρωτα εντοπίζουμε ένα λαγό, βγάζουμε τον ιχνηλάτη μας από το αυτοκίνητο και τον αφήνουμε στο ντόρο του. Τότε βλέπουμε το σκυλί μας να ψάχνει και να διώκει για πρώτη φορά το λαγό και να απομακρύνεται από εμάς. Αυτήν την εκπαίδευση την επαναλαμβάνουμε για 2-3 φορές.
Στη συνέχεια, πάμε τον ιχνηλάτη μας ξημερώματα σε μέρος με φρέσκιες βερβελιές λαγού (ξέφωτα, λάκες), και αυτός ιχνηλατεί, εμείς τον βοηθάμε να μπει στο πυκνό όπου και κρύβεται ο λαγός. Αφού δούμε πλέον ότι έχει μπει στο ντορό καλά, μετά από λίγες εξόδους παίρνουμε και έναν έμπειρο ιχνηλάτη και βοηθάμε το μαθητή μας. Πάντα πιάνουμε τον έμπειρο ιχνηλάτη πριν το ξεφώλιασμα, δίνοντας πρωτοβουλία στον αρχάριο, ώστε να μη γίνει κομπάρσος στα μεγάλα σκυλιά και τα περιμένει όλα έτοιμα. Μετά από όλα αυτά, το ιχνηλάτης είναι πραγματικά έτοιμος για το κυνήγι. Φυσικά η εμπειρία θα τον κάνουν συνεχώς καλύτερο.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Το σκυλί εάν είναι θηλυκό το βγάζουμε στο βουνό σε ηλικία οκτώ μηνών. Αν είναι αρσενικό δέκα μηνών. Τα κουτάβια πρέπει να εκπαιδευτούν μόνα τους και όχι μαζί με μεγάλα και έμπειρα λαγόσκυλα. Το μεγαλύτερο λάθος των κυνηγών είναι να αφήνουν τα σκυλιά τους μαζί με άλλα έμπειρα σκυλιά, τα οποία ακολουθούν από πίσω χωρίς να παίρνουν καμία πρωτοβουλία.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων εξόδων, πρέπει να φροντίσουμε ώστε το σκυλί να έρθει σε επαφή με το θήραμα.
Αυτό μπορούμε να το κάνουμε αν επισκεφτούμε το λαγότοπο πριν ξημερώσει, ή να πάμε σε ένα λαγοτροφείο. Ανάλογα με την εξέλιξη του σκύλου, μπορούμε να καθυστερήσουμε την έξοδό μας ώστε να δυσκολέψουμε την ιχνηλασία. Το σκυλί πρέπει να αρχίζει να ξεφωλιάζει μέχρι την ηλικία των 12-15 μηνών. Βέβαια, η αίσθηση του θηράματος (ταλέντο), είναι κάτι που δεν εκπαιδεύεται και μόνο η ίδια η φύση του ζώου αποφασίζει γι’ αυτό. Έτσι είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν σκυλιά με ταλέντο και άλλα χωρίς. Δυστυχώς, ένα σκυλί χωρίς ταλέντο όσο και να εκπαιδευτεί, θα παραμείνει ένα μέτριο σκυλί. Μπορεί να ξεφωλιάζει και να κυνηγάει το λαγό αλλά θα υστερεί στην αίσθηση του θηράματος.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Όταν το κουτάβι μας φτάσει στην ηλικία των εννέα μηνών και αφού έχει ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση υπακοής, την εκπαίδευση με το κουνέλι και τις επισκέψεις σε λαγοτροφείο, τότε είναι έτοιμο για να το βγάλουμε στο βουνό. Στην αρχή, μπορούμε να λύσουμε το σκυλί σε ένα λαγό που θα εντοπίσουμε το ξημέρωμα με τα φώτα του αυτοκινήτου. Έτσι θα δώσουμε την ευκαιρία στο σκυλί να κάνει καταδίωξη ιχνηλατώντας και όχι βλέποντας το λαγό. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε για δύο-τρεις φορές. Στη συνέχεια, ξεκινάμε τις επισκέψεις σε εύκολες περιοχές που ξέρουμε ότι έχει λαγό. Εκεί θα δούμε για πρώτη φορά τον ιχνηλάτη μας να ψάχνει και ίσως να ξεφωλιάσει λαγό για πρώτη φορά. Αν το σκυλί δυσκολεύεται, τότε, το ενθαρρύνουμε και δεν τα παρατάμε. Με τη βοήθεια άλλων έμπειρων σκυλιών μπορούμε να φτάσουμε κοντά στο γιατάκι του λαγού και στη συνέχεια, να δώσουμε τη σκυτάλη στο κουτάβι, ώστε να κάνει αυτό το ξεφώλιασμα και τα πρώτα μέτρα της δίωξης.
«Κ&Φ»: Ποια είναι τα συνηθισμένα λάθη και ποιες οι λύσεις τους;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Λάθη αδιόρθωτα είναι:
Α) Να χτυπάμε τον ιχνηλάτη μας.
Β) Να παίρνει αλεπού χωρίς να καταλαβαίνουμε τι κυνηγάει.
Γ) Να τον χτυπήσουμε με κολάρο εξαναγκασμού (εκκένωση ρεύματος), χωρίς να δούμε με τα μάτια μας τι αγρίμι κυνηγάει (αλεπού, λαγό, ζαρκάδι, αγριόχοιρο).
Δ) Να μάθει να κυνηγάει οικόσιτα ζώα.
Η λύση όλων των παραπάνω, που είναι και τα πιο βασικά λάθη, είναι αγάπη, σύνεση, υπομονή, κούραση, επιβράβευση για το καλό και επίπληξη για το κακό (μόνο με τη φωνή). Όπως λέει και το αρχαίο ρητό «τα αγαθά κόποις κτώνται». Μικρά και μεγάλα μυστικά δεν υπάρχουν. Υπάρχει ο σκύλος και ο εκπαιδευτής, μια άμυλα που πρέπει να δέσει για να έχουμε καλά αποτελέσματα. Ο ελληνικός ιχνηλάτης είναι ένας δυνατός, έξυπνος, γρήγορος, οξυδερκής αλλά και λίγο ξεροκέφαλος σκύλος. Γι’ αυτό και τον λένε και Γκέκα, που σημαίνει ξεροκέφαλος, άξεστος, αυτός που θέλει να κάνει το δικό του. Προσοχή στην εκπαίδευση και πάντα από μικρός να μη μας παίρνει τον αέρα.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Το σπουδαιότερο λάθος που κάνουν οι ιδιοκτήτες του Ελληνικού ιχνηλάτη είναι που δεν εκπαιδεύουν τα σκυλιά τους στις τρεις βασικές εντολές (έλα, κάτω, μη). Χωρίς αυτήν την εκπαίδευση, ο σκύλος είναι ανεξάρτητος από τον κυνηγό, κάνει λάθη και που πλέον δεν μπορούν να διορθωθούν μιας και το σκυλί δεν ακούει τον ιδιοκτήτη του. Και όπως αναφέρθηκε παραπάνω αυτή βασική εκπαίδευση προηγείται της κυνηγετικής. Ένα ακόμη λάθος που κάνουν οι ιδιοκτήτες είναι να μη δείχνουν αρκετή υπομονή στην εκπαίδευση του σκύλου τους. Το κουτάβι, λόγω της ορμής και της απειρίας του δυσκολεύεται να ξεφωλιάσει το λαγό. Ο ιδιοκτήτης τότε, δεν πρέπει να τον βάλει σε άλλο ντορό, αλλά να τον να ενθαρρύνει στον ίδιο ντορό. Όταν ο σκύλος αρχίζει να τα καταφέρνει, σιγά-σιγά να του αυξάνει το βαθμό δυσκολίας είτε με επίσκεψη στον κυνηγότοπο αργότερα το πρωί, είτε κυνηγώντας σε δυσκολότερα μέρη. Επίσης είναι λάθος να αναζητούν λαγούς με το αυτοκίνητο τη νύχτα, ώστε να απελευθερώσουν το κουτάβι. Αυτή η τακτική, πέρα από δύο φορές, κάνει κακό στο σκυλί.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Κάποτε, είχα ένα κουτάβι που έπιανε πάρα πολύ στο ντορό του λαγού και ιχνηλατούσε πολύ δυνατά. Το κουτάβι αυτό, το έδωσα σε ένα λαγοτροφείο για να μου το εκπαιδεύσουν και μετά από τρεις μήνες πήγα να το πάρω πίσω. Τότε πίστευα ότι αφού το κουτάβι είχε ξεκινήσει τόσο καλά, στο λαγοτροφείο σίγουρα θα σήκωνε λαγούς και τώρα θα ήταν ένα φοβερό σκυλί. Όταν όμως έβγαλα το κουτάβι μετά από λίγες μέρες στο βουνό, δεν πίστευα στα μάτια μου. Το κουτάβι έτρεχε πάνω κάτω σαν τρελό, δεν έβαζε καθόλου μύτη στο χώμα και τελικά δεν έκανε απολύτως τίποτα. Η συνεχής εκπαίδευση στο λαγοτροφείο τον είχε χαλάσει. Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος που κάνουν πολλοί κυνηγοί. Γι’ αυτό, οι επισκέψεις στο λαγοτροφείο δεν πρέπει να είναι πάνω από δύο-τρεις. Το ίδιο ισχύει και για το κυνήγι του λαγού που εντοπίστηκε το βράδυ με τα φώτα. Και αυτή η μέθοδος, αν γίνει πάνω από δύο φορές, θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Επίσης, ένα άλλο λάθος που κάνουν οι κυνηγοί είναι να δίνουν σε άλλους κυνηγούς ή ακόμη και σε τσοπάνους τα κουτάβια τους για εκπαίδευση. Σε αυτήν την περίπτωση χάνεται η προσωπική επικοινωνία με το σκυλί, που πλέον αρχίζει και γίνεται ανεξέλεγκτο και δεν αναγνωρίζει κανένα αφεντικό.
Του Γιάννη Δρόσου:
Με το πλοίο
«Μια μέρα, ενώ βρισκόμουν στην προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, επιβλέποντας την αναχώρηση ενός πλοίου για τα Δωδεκάνησα, ήρθε ένα φορτηγάκι γεμάτο με κουτάβια. Ήταν όλα καθαρόαιμοι ελληνικοί ιχνηλάτες. Πλησίασα τον ιδιοκτήτη και αφού μιλήσαμε για τα τυπικά, σχετικά με τη μεταφορά των ζώων, τον ρώτησα αν είναι καλά σκυλιά και αν κυνηγάνε. Εκείνος φυσικά δε γνώριζε αν ασχολούμαι ή όχι και με αφοπλιστικό ύφος μου απάντησε «Φίλε δεν ξέρω αν κυνηγάνε ή όχι, εγώ μόνο τα πουλάω». Ο «εκτροφέας» της ιστορίας μας, είχε βάλει μια αγγελία στα περιοδικά και οι κυνηγοί του τηλεφώνησαν. Εκείνος, αφού πληρώθηκε, τα έβαλε στο καράβι και τα έστειλε στον προορισμό τους με τα πιστοποιητικά καθαροαιμίας… στο λουρί. Όσο απίστευτο και αν σας φαίνεται αυτό, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ο εν λόγο κύριος, δεν είχε βγάλει ποτέ στο βουνό τα σκυλιά που πουλούσε», τονίζει ο κ. Βουδούρης και συνεχίζει μιλώντας για τα πρώτα του κυνηγετικά βήματα, καθώς και για τις ράτσες των σκύλων.
Το κυνήγι που έγινε πάθος
«Ξεκίνησα μόνος να βγαίνω στο βουνό, αφού κανένας από την οικογένειά μου δεν ήταν κυνηγός. Στην αρχή κυνηγούσα ορτύκια. Μετά όμως από δύο χρόνια, παρέα με το γείτονά μου, κυνήγησα για πρώτη φορά λαγό. Από τότε μέχρι και σήμερα, μπορώ να πω ότι δε σήκωσα το όπλο σε άλλο θήραμα. Ασχολούμαι αποκλειστικά και μόνο με το κυνήγι του λαγού που για μένα, είναι μια πραγματική μαγεία. Ο σκύλος βέβαια στο κυνήγι του, παίζει το σπουδαιότερο ρόλο. Έτσι ασχολήθηκα πολύ με τα σκυλιά. Όχι απλά να διατηρώ ένα ή δύο κυνηγόσκυλα στην αυλή μου, αλλά να γίνομαι ένα μαζί τους πάνω στο βουνό. Έχω πάθος με το κυνήγι και τα σκυλιά και έτσι ασχολούμαι πολλές ώρες την ημέρα μαζί τους».
Έκαστος στο είδος του
«Ποτέ δεν ήμουν ευχαριστημένος από τις άλλες καθαρόαιμες ράτσες σκύλων που είχα. Όχι γιατί δεν ήταν καλά σκυλιά, κάθε άλλο. Νομίζω όμως, ότι πάντα κάτι τους έλειπε. Για παράδειγμα, τα μπλαντχάουντ που είχα στην κατοχή μου, σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι δεν διέθεταν καλή μύτη ή δεν σήκωναν λαγό. Ωστόσο, ήταν πολύ βαριά σκυλιά και δυσκολεύονταν πολύ τις ζεστές ημέρες και δεν απέδιδαν. Ομοίως και με τις άλλες ράτσες που η καθεμία είχε τα δικά της μειονεκτήματα. Έτσι, κατέληξα στο ότι θα έπρεπε να βρω ένα σκυλί που να έχει όλα εκείνα τα κυνηγετικά ένστικτα που θέλω και να είναι προσαρμοσμένο άριστα στις συνθήκες τις χώρας μας. Ένα σκυλί που να μπορεί να κυνηγάει στο λιοπύρι της έναρξης, στο πουρνάρι και τα αγκάθια του βουνού, καθώς και στα μεγάλα κρύα του χειμώνα» λέει ο κ. Βουδούρης και συνεχίζει.
«Όμως, όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά φωτογράφιζαν ένα είδος σκύλου. Μιλάμε φυσικά για τον ελληνικό ιχνηλάτη. Βέβαια μη νομίζεις ότι αγνοούσα αυτήν την επιλογή. Ήξερα πολύ καλά ότι κάποια στιγμή εκεί θα κατέληγα και πάντα παρακολουθούσα από κοντά τους αγώνες και τα σκυλιά αυτά. Ωστόσο, ήθελα να γνωρίσω και τις υπόλοιπες ράτσες που κατά την διάρκεια των ετών, έχουν αποδείξει την αξία τους και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σήμερα, μετά από μια μεγάλη πορεία αναζήτησης, μπορώ να πω ότι υπάρχουν πολλές και καλές ράτσες σκύλων στο εξωτερικό. Τα σκυλιά αυτά, ναι μεν μπορούν να κυνηγήσουν άνετα το λαγό στη χώρα μας αλλά μέχρι ενός ορίου. Ορισμένα θα δυσκολευτούν από τη ζέστη, άλλα από το αγκάθι, άλλα από τη ξέρα κτλ. Τότε παρατηρείς το διαφορετικό στοιχείο που διαθέτει ο ελληνικός ιχνηλάτης. Το σκυλί αυτό –αν βέβαια εκπαιδευτεί σωστά- να είσαι σίγουρος ότι θα συνεχίσει».
Πορεία αναζήτησης
«Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, βρισκόμουν σε μια διαρκή αναζήτηση σκύλου. Παρακολουθούσα όλους τους αγώνες που διαδραματίζονταν στη χώρα μας. Ταξίδεψα σε όλη τη Μακεδονία την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα και γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Στην Αθήνα, στην Κατερίνη, στα Τρίκαλα, στην Κοζάνη αλλά και σε μικρά χωριά της επαρχίας, συνάντησα ανθρώπους με μεράκι, που αγαπούν αυτά τα ζώα και αφιερώνουν πολύ χρόνο για να βελτιώσουν τις ικανότητές τους. Δυστυχώς όμως, γνώρισα και επιτήδειους που το είχαν βάλει σκοπό να πλουτίσουν κάνοντας τους εμπόρους. Αυτοί είναι που κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά στη φυλή, αφού διασταυρώνουν ανεξέλεγκτα και χωρίς κανένα κριτήριο, σκυλιά, με μοναδικό σκοπό να πουλήσουν τα κουτάβια».
Ξεκινήσαμε ανάποδα
«Όπως χαρακτηριστικά λέει ο φίλος μου ο Δημήτρης ο Ντάβαρος από τη Δεσκάτη Γρεβενών, που πραγματικά έχει αφιερώσει τη ζωή του σε αυτά τα σκυλιά «έχουμε ξεκινήσει ανάποδα». Δηλαδή έπρεπε, ασχολούμαστε με τον ελληνικό ιχνηλάτη, να επιλέγουμε σκυλιά με σωστά μορφολογικά χαρακτηριστικά αλλά το σπουδαιότερο, να είναι άριστα στο κυνήγι. Σκυλιά που θα έχουν στο αίμα τους όλα εκείνα τα κυνηγετικά ένστικτα που επιθυμούμε. Ας είχαν για παράδειγμα και μια άσπρη βούλα, ή ένα παράνυχο. Αυτό μπορεί να διορθωθεί. Δεν μπορεί όμως σε καμιά περίπτωση, να κάνεις ένα σκυλί να κυνηγάει αν δεν το έχει στο αίμα του. Και για να μη παρεξηγηθώ θα εξηγήσω τι εννοώ»…
Τα βραβεία δεν κυνηγούν
«Αν ένα σκυλί που κυνηγά άριστα έχει ένα μικρό ελάττωμα, τότε μπορούμε να διασταυρώσουμε αυτό το σκυλί, αποκλείοντας όμως από τη γέννα τα κουτάβια που θα κληρονομήσουν το συγκεκριμένο ελάττωμα. Έτσι, μετά από μερικές γέννες, το ελάττωμα αυτό θα έχει εξαφανιστεί. Αν όμως διασταυρώσουμε ένα άριστα μορφολογικά σκυλί με βραβεία και παράσημα που όμως δεν κυνηγάει, τότε πείτε μου με ποίο τρόπο θα κάνουμε τους απογόνους του να κυνηγούν; Αυτό φυσικά δεν μπορεί να το κάνει κανένας εκτροφέας. Έχουμε δηλαδή πάρα πολλά σκυλιά με χαρτιά καθαροαιμίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κυνηγάνε κιόλας. Έτσι, για αυτό το λόγο, ένας καλός εκτροφέας θα είναι πάντα σε μια διαρκή αναζήτηση γεννητόρων, που θα του δώσουν κυνηγετικά αίματα και αυτός στην συνέχεια θα επενδύσει στις γέννες και τη μορφολογία τους» επισημαίνει ο κ. Βουδούρης και εξηγεί πως και ο ίδιος έπεσε θύμα.
Την πάτησα και εγώ!
«Ασχολούμαι με τα σκυλιά από μικρό παιδί κα έχουν περάσει από τα χέρια μου δεκάδες ράτσες. Σήμερα, μετά από πολλά χρόνια εργασίας και μεγάλου κόπου, μπορώ να πω ότι γνωρίζω καλά τη συγκεκριμένη ράτσα. Μπορώ να διακρίνω ένα καλό από ένα μέτριο σκυλί. Ωστόσο, δε σου κρύβω ότι και εγώ έπεσα θύμα κάποιου επιτήδειου και αγόρασα ένα τσοπανόσκυλο. Πριν λίγα χρόνια πήρα από πολύ γνωστό εκτροφέα ένα σκυλί, που μορφολογικά ήταν άριστο. Το σκυλί αυτό το δούλεψα πάρα πολύ.
Από αγάπη, από υπακοή και από εκπαίδευση του είχα δώσει τα πάντα. Το σκυλί δυστυχώς δεν ήταν κυνηγόσκυλο. Δεν κυνήγησε ποτέ. Στο βουνό δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον, παρά μόνο περπατούσε πίσω από τα πόδια μου. Στο τέλος, το έδωσα σε ένα φίλο για το κοπάδι του. Συμπέρανα λοιπόν, ότι η αποτυχία οφειλόταν στο γεγονός, ότι δεν γνώριζα κυνηγετικά ποιος ήταν ο πατέρας και η μητέρα του. Το μόνο που γνώριζα γι’ αυτούς, ήταν ότι διακρίθηκαν ως παγκόσμιοι πρωταθλητές στη μορφολογία. Δεν τα είχα δει όμως ποτέ στο βουνό και αυτό ήταν το λάθος μου».
Αγώνες ιχνηλασίας
«Πρέπει να καθιερωθούν και να γίνονται τακτικά αγώνες ιχνηλασίας. Εκεί θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Εκεί θα διακριθούν τα πραγματικά κυνηγόσκυλα –μιλάμε πάντα για καθαρόαιμους ελληνικούς ιχνηλάτες- από σκυλιά καθαρόαιμα αλλά κυνηγετικά υπολειπόμενα.
Έτσι και οι κυνηγοί θα ωφελούνται, αφού θα αγοράζουν πραγματικά κυνηγόσκυλα, αλλά και η ίδια η φυλή χρόνο με το χρόνο θα βελτιώνεται. Οι μόνοι που θα χάσουν, είναι όλοι εκείνοι οι επιτήδειοι έμποροι που πλέον δε θα μπορούν να πουλήσουν τα σκυλιά τους και θα αποκλειστούν από τους ίδιους τους κυνηγούς. Ίσως επειδή το γνωρίζουν αυτό, να είναι και οι μόνοι που αντιδρούν σε αυτήν την ιδέα των αγώνων ιχνηλασίας».
Τα.. κόλπα
«Ένας εκτροφέας μου είπε κάποτε, ότι απέκτησε 14 κουτάβια από μια γέννα! Εμένα μια σκύλα μου παλιότερα, γέννησε έντεκα κουτάβια και ήμουν όλη τη μέρα από πάνω της. Κιμά, αυγά και βιταμίνες, ήταν η τροφή που της έδινα καθημερινώς και επίσης παρακολουθούσα αν έφαγαν όλα τα κουτάβια ή όχι. Είχα γίνει νοσοκόμα. Δεν πιστεύω ότι ένας εκτροφέας με δύο και τρεις παράλληλες γέννες να τα κάνει όλα αυτά. Αυτό που κάνουν κάποιοι ασυνείδητοι, είναι στα κουτάβια της γέννας να προσθέτουν και άλλα κουτάβια από άλλη γέννα που δεν είναι καθαρόαιμα, ώστε να πουλήσουν περισσότερα», εξηγεί ο κ. Βουδούρης και συνεχίζει μιλώντας για το μέλλον της φυλής.
Απομονώστε τους απατεώνες
«Είναι μπούμερανκ και θα γυρίσει πίσω. Όσοι έχουν πουλήσει σκυλιά που δεν κυνηγούν, σιγά-σιγά απομονώθηκαν από τους κυνηγούς που μεταξύ τους μαθαίνουν ποιος είναι σωστός επαγγελματίας και ποιος όχι. Επίσης θα ήταν μεγάλη παράληψη αν δεν αναφέρουμε τις φιλότιμες προσπάθειες του Ομίλου, που εδώ και χρόνια συμβάλλει τα μέγιστα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Όμιλος, που κατά κανόνα αποτελείται από κυνηγούς, βοηθάει πάρα πολύ, ωστόσο αυτός που μπορεί να κάνει δουλειά είναι ο επαγγελματίας.
Ο κυνηγός το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να διασταυρώσει δύο σκυλιά και να πάρει τα κουτάβια. Ο εκτροφέας όμως παρακολουθεί τα σκυλιά που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα και κάνει επιλεκτικές διασταυρώσεις, βελτιώνοντας έτσι τη φυλή». Τελειώνοντας, ζητήσαμε από τον κ. Βουδούρη να μας εξηγήσει ποια θα πρέπει να είναι τα βήματα ενός κυνηγού που επιθυμεί να αγοράσει ένα σκυλί, ώστε να αποφύγει τις παγίδες της αγοράς.
Επιλογή σκύλου
«Αν ένας κυνηγός επιθυμεί να αγοράσει ένα σκυλί, τότε το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να απευθυνθεί σε έναν καλό και ειλικρινή εκτροφέα. Το σπουδαιότερο είναι να του ζητήσει να δει στο βουνό τον πατέρα και τη μητέρα του σκύλου. Αν ο εκτροφέας αρνηθεί, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σίγουρος για τα σκυλιά του. Αν πράγματι οι γονείς κυνηγάνε, τότε αυτό είναι μια εγγύηση –όχι βέβαια απόλυτη- ότι και τα κουτάβια θα κυνηγάνε εξίσου το ίδιο.
Επίσης πρέπει να περάσουμε μερικές ώρες μαζί με όλα τα κουτάβια, ώστε να μπορέσουμε να διακρίνουμε το χαρακτήρα τους. Αν είναι ζωηρά, κινητικά, φοβητσιάρικα, δύστροπα κτλ. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μετά την παρακολούθηση θα καταλήξουμε σε ένα υγιές ζώο, με ζωηράδα και έξυπνο βλέμμα.
Σημείωση
Πριν ακόμη δημοσιευτεί το κείμενο, έκανα μια μικρή έρευνα με φίλους λαγοκυνηγούς για να διαπιστώσουμε αν υπάρχουν και άλλοι κυνηγοί λαγού με ιχνηλασία χωρίς σκύλο. Έτσι με χαρά ανακαλύψαμε ότι υπάρχει ένας ακόμη φίλος από το Καβαλάρι Θεσσαλονίκης που κυνηγά με αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να μάθουμε πόσοι έχουν τις ικανότητες να κυνηγούν έτσι, καλούμε όλους τους φίλους να μας γνωρίσουν τους κυνηγούς που ακόμη μπορούν να διαβάζουν τόσο καλά τα βουνά και τα αγρίμια τους.
Όλοι θεωρούμε τους εαυτούς μας σπουδαίους κυνηγούς, κυναγωγούς και φυσικά, άριστους σκοπευτές. Χωρίς αμφιβολία όμως, όλοι έχουμε ακούσει για κάποιον κυνηγό που όταν βγαίνει στο βουνό υποκλίνεται η βελανιδιά και το πουρνάρι. Έναν κυνηγό που τον γνωρίζουν σε όλη την περιοχή και όλοι έχουν να σου διηγηθούν μια ιστορία με τα κατορθώματά του. Αυτούς τους ανθρώπους θέλουμε να γνωρίσουμε.